για έναν (σχεδόν) ξένο
Είναι πολύ δύσκολο να ορίσεις τον τόπο σου πια, το που ανήκεις. Ακόμη κι όταν το κάνεις και το πιστεύεις σθεναρά πως έτσι είναι, μάλλον απατάσαι. Όχι επειδή δεν πληροίς τις προυποθέσεις ή επειδή στο αρνείται κάποιος, απλά επειδή ο τόπος σου αλλάζει συνεχώς με ερεθίσματα από όλη την υφήλιο κι εσύ οφείλεις να αλλάζεις και να προσαρμόζεσαι.
Βέβαια, δεν είναι κάτι το οποίο μπορείς να αντιληφθείς καθημερινά, κάτι σαν να ταξιδεύεις σε ένα πλοίο, αλλά κλεισμένος σε μια καμπίνα δίχως φινιστρίνι. Ξέρεις ενδεχομένος πως κινείσαι αλλά δεν έχεις ιδέα από που ξεκίνησες και προς τα που κατευθύνεσαι. Χρειάζεσαι μια αναφορά και τουλάχιστον στην περίπτωση του τόπου αυτή μπορεί να είναι μοναχά η μνήμη. Αλλά η μνήμη όπως και όλες οι αισθήσεις μας είναι διαφορική (αξίωμα). Δεν αποθηκεύει την αναφορά, παρά μόνο τη διαφορά, οπότε δυστυχώς δε βοηθάει. Μόνο κατά καιρούς ίσως ξεμυτίζει κάποιος στο κατάστρωμα (π.χ. με ένα ταξίδι στο εξωτερικό) μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος με τη θλιβερή πραγματικότητα, το καράβι ταξίδεψε, ο τόπος του άλλαξε, τον έχει πια ξεράσει και τώρα πρέπει να προσπαθήσει να ξαναχωθεί.
Πάντα μου παίρνει μερικές μέρες να ξαναχωθώ κι ας λείπω μόνο έξι χρόνια, κι ας επισκέπτομαι 3-4 φορές τον τόπο μου. Σήμερα ήταν η μέρα της προσαρμογής. Ξεκίνησα λοιπόν τη μέρα με λίγη γραφειοκρατία και την ελληνική ατυνομία για μια έκδοση διαβατηρίου. Δεν ξέρω αν κάτι έχει αλλάξει γενικά στο σώμα αλλά δε θυμάμαι πουθενά αλλού να έχω ξαναδεί τόσο χαμογελαστούς και ευγενικούς αστινομικούς. Κάποτε έμπαινες στο αστυνομικό μέγαρο και με νεύματα σου έλεγαν να περάσεις από τον ανιχνευτή μετάλλων. Αν τυχόν είχες κάποια απορία, σου πετούσαν μια ακατανόητη μονολεκτική απάντηση στα μούτρα που θαρρείς σε τιμωρούσε που τους απηύθυνες το λόγο. Σήμερα άκουσα "ευχαριστώ", "παρακαλώ", "καλή σας μέρα" και δεν το πίστευα. Άλλαξε ο τόπος μου ή μήπως εγώ εμπνέω κύρος και θερίζω σεβασμό;
Αναλογιζόμενος αυτό το φοβερό δίλημμα και αισθανόμενος πως δεν έχω κάνει ούτε μισό βήμα να ξαναχωθώ στον τόπο μου, αποφάσισα να πάω στο παλιό μου στέκι, εκεί όπου συνήθιζα να περνάω ώρες σα φοιτητής ειδικά πριν τις εξεταστικές: στο πάρκο του Φωκά, στην παραλία. Η αλήθεια είναι πως εδώ ο τόπος μου όντως άλλαξε, ο Δήμος ανάπλασε την παραλία. Και τι αλλαγή, θεαματική! Όχι πως ποτέ παραπονέθηκα για την παραλιακή μας, αλλά τώρα έχει γίνει ένα απέραντο σκηνικό τέλεια στημένο όπου εσύ νιώθεις ο πρωταγωνιστής.
Βέβαια, το αναψυκτήριο, παρ' όλες τις αλλαγές, προσελκύει τον ίδιο κόσμο, τύπους σαν κι εμένα που απλά ρεμβάζουν, μανάδες με ατίθασα παιδιά και παρέες από συνταξιούχες κυρίες που απολαμβάνουν το παγωτό τους κουτσομπολεύοντας αυτούς που δεν έχουν καλέσει στην παρέα. Αυτό το μίγμα ανθρώπων δημιουργεί μια φοβερή ατμόσφαιρα καθώς τσιρίδες διακόπτουν την αφήγηση των ιστοριών των συνταξιούχων που κάποιες φορές εκτείνονται πολλές δεκαετίες πίσω. Εδώ λοιπόν ο τόπος άλλαξε, αλλά μόνο εξωτερικά, στην ουσία είναι το ίδιο γλυκό σε καινούριο περιτύλιγμα. Ωραία, χώνομαι λεπτό το λεπτό.
Έπειτα από τρεις ώρες παιχνιδιού με το καλαμάκι του frappe και απόλαυσης του θερινού λυτρωτικούς θαλασσινού αέρα, ξεκινάει ο περίπατος. Με τα πόδια μέχρι το κέντρο. Τι μεγαλείο! Η δύση του ήλιου με τα ζεστά της χρώματα φτιάχνει μια ονειρική διάθεση. Πιάνω τον εαυτό μου με δέος να κοιτάζει τα παιχνίδια του φωτός με τα σύννεφα τις ηλιαχτίδες να δημιουργούν μια σκηνή επάνω στη θάλασσα όπου τα φορτηγά πλοία είναι οι ηθοποιοί. Κινούνται σταθερά και αργά πάνω στην σκηνή υπενθυμίζοντας πως όπου κι αν πηγαίνεις, δεν υπάρχει βιασύνη. Γιατί να χάσεις ένα τέτοιος σκηνικό άλλωστε;
Προχωρώντας βρίσκω ένα θέατρο του δρόμου. Είναι πολύ τολμηροί, παίζουν musical στα γρασίδια, σε ανοικτό χώρο. Παρ' όλα αυτά ο κόσμος τους αγκαλιάζει, τους δείχνει πως το εκτιμούν. Αναγνωρίζω τον τρομπονίστα και του κάνω ένα νεύμα, δείχνει μα με θυμάται, αλλά δεν μπορεί να μου το ανταποδώσει.
Παίρνω την άγουσα για την Καμάρα και πέφτω σε αναβρασμό. Πλήθη μαζεμένα μπροστά στο Λευκό Πύργο. Ξάφνου μπροστά μου περνάει ένας παλιός συμφοιτητής επάνω σε ποδήλατο. Φανατικός ΚΝίτης με εμφάνιστη golden boy. Πάντα στοιχημάτιζα πως αυτός θα γίνει τουλάχιστον Πασόκος όταν τελειώσει τη σχολή. Προφανώς είτε έπεσα οικτρά έξω, είτε αυτός δεν τέλειωσε ακόμη τη σχολή. Κι ενώ είμαι σχεδόν σίγουρος πως πρόκειται για φοιτητική πορεία, το μάτι μου πέφτει πάνω στο πανό ΜΠΟΙΚΟΤΑΖ. Σταυροκοπιέμαι, παρ' ότι άθεος, και απορώ πως ένα τέτοιο πλήθος διαδηλώνει για να πείσει τα υπόλοιπα πλήθη να μην πίνουν Coca-cola. Στην τελική, όσοι και να μαζευτούν είναι χαμένοι εκ προοιμίου, η Coca-cola έχει να αντιπαραθέσει δεκαετίες διαφήμισης σε ότι μέσο έχει εφεύρει ο άνθρωπος, τι να σου κάνουν χίλιοι μαντράχαλοι με ντουντούκες.
Φυσικά και πάλι έπεσα έξω. Οι μαντράχαλοι ακολουθούν συγκεκριμένα ενδυματολογικά πρότυπα. Δεν αργώ να καταλάβω πως είναι ένστολοι οι οποίοι διαμαρτύρονται για τη μείωση των μισθών τους. Το επόμενο πανό είναι διαφωτιστικό: "Προστατέψτε αυτούς που σας προστατεύουν". "..για να μην αναγκαστούμε να πουλάμε προστασία" μου έρχεται αυτόματα αλλά το κάνω γαργάρα. Κάποτε οι πορείες είχαν παλμό, ορμή, οι ένστολοι απλά βαριούνται. Ήταν περισσότερο μια αφορμή γι'αυτούς να βρεθούνε με παλιούς φίλους, οι χαιρετούρες έδιναν κι έπαιρναν.
Περνόντας δίπλα από την κεφαλή της πορείας ακούγεται κάποιος να φωνάζει: "Λάκη, έλα ρε, πες εκείνο το πιασάρικο, το είπαν, είπαν ξείπαν..". Ο ντουντουκοφόρος αμέσως ρίχνει το σύνθηκα: "Είπαν, είπαν ξείπαν.." και ακολουθεί ο χορός "..δεν έχουνε πια Τσίπρα". Ο ντουντουκοφόρος μάταια διαμαρτύρεται: "τσίπα ρε παιδιά, τσίπα, τι Τσίπρα;", ο χορός έχει σκάσει στα γέλια και του απαντάει ένας: "Μα ρε συ Λάκη, ούτε Τσίπρα έχουνε".
Αυτό είναι σίγουρα μια αλλαγή, Συριζαίο αστυνόμο δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί, Εκτός κι αν δεν είναι Συριζαίος αλλά ξενερωμένος Πασόκος που απλά πιστεύει πως ο Αλέξης θα είναι ο καινούριος Ανδρέας, ,Σε αυτήν την περίπτωση, η αλλαγή θα είναι μόνο επιφανειακή και θα έπρεπε κανονικά να λάβω ένα μήνυμα πως είμαι πια Θεσσαλονικιός.
Όμως συνεχίζω να περπατώ στη μέση της άδειας λεωφόρου. Αυτό πάντα μου άρεσε. Αν μπορούσε να μείνει για πάντα έτσι, θα ήταν μια αλλαγή που αντί να με κάνει να νιώθω ξένος, θα με έκανε να νιώσω πιο πολύ την πόλη στα μέτρα μου.
Μέχρι να φτάσω στη Ναυαρίνου είμαι πια παιδί του τόπου μου. Τώρα είμαι έτοιμος να δω τους φίλους μου, να γλεντήσουμε στα στέκια τα παλιά, κι ας έχουνε αλλάξει.
Είναι πολύ δύσκολο να ορίσεις τον τόπο σου πια, το που ανήκεις. Ακόμη κι όταν το κάνεις και το πιστεύεις σθεναρά πως έτσι είναι, μάλλον απατάσαι. Όχι επειδή δεν πληροίς τις προυποθέσεις ή επειδή στο αρνείται κάποιος, απλά επειδή ο τόπος σου αλλάζει συνεχώς με ερεθίσματα από όλη την υφήλιο κι εσύ οφείλεις να αλλάζεις και να προσαρμόζεσαι.
Βέβαια, δεν είναι κάτι το οποίο μπορείς να αντιληφθείς καθημερινά, κάτι σαν να ταξιδεύεις σε ένα πλοίο, αλλά κλεισμένος σε μια καμπίνα δίχως φινιστρίνι. Ξέρεις ενδεχομένος πως κινείσαι αλλά δεν έχεις ιδέα από που ξεκίνησες και προς τα που κατευθύνεσαι. Χρειάζεσαι μια αναφορά και τουλάχιστον στην περίπτωση του τόπου αυτή μπορεί να είναι μοναχά η μνήμη. Αλλά η μνήμη όπως και όλες οι αισθήσεις μας είναι διαφορική (αξίωμα). Δεν αποθηκεύει την αναφορά, παρά μόνο τη διαφορά, οπότε δυστυχώς δε βοηθάει. Μόνο κατά καιρούς ίσως ξεμυτίζει κάποιος στο κατάστρωμα (π.χ. με ένα ταξίδι στο εξωτερικό) μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος με τη θλιβερή πραγματικότητα, το καράβι ταξίδεψε, ο τόπος του άλλαξε, τον έχει πια ξεράσει και τώρα πρέπει να προσπαθήσει να ξαναχωθεί.
Πάντα μου παίρνει μερικές μέρες να ξαναχωθώ κι ας λείπω μόνο έξι χρόνια, κι ας επισκέπτομαι 3-4 φορές τον τόπο μου. Σήμερα ήταν η μέρα της προσαρμογής. Ξεκίνησα λοιπόν τη μέρα με λίγη γραφειοκρατία και την ελληνική ατυνομία για μια έκδοση διαβατηρίου. Δεν ξέρω αν κάτι έχει αλλάξει γενικά στο σώμα αλλά δε θυμάμαι πουθενά αλλού να έχω ξαναδεί τόσο χαμογελαστούς και ευγενικούς αστινομικούς. Κάποτε έμπαινες στο αστυνομικό μέγαρο και με νεύματα σου έλεγαν να περάσεις από τον ανιχνευτή μετάλλων. Αν τυχόν είχες κάποια απορία, σου πετούσαν μια ακατανόητη μονολεκτική απάντηση στα μούτρα που θαρρείς σε τιμωρούσε που τους απηύθυνες το λόγο. Σήμερα άκουσα "ευχαριστώ", "παρακαλώ", "καλή σας μέρα" και δεν το πίστευα. Άλλαξε ο τόπος μου ή μήπως εγώ εμπνέω κύρος και θερίζω σεβασμό;
Αναλογιζόμενος αυτό το φοβερό δίλημμα και αισθανόμενος πως δεν έχω κάνει ούτε μισό βήμα να ξαναχωθώ στον τόπο μου, αποφάσισα να πάω στο παλιό μου στέκι, εκεί όπου συνήθιζα να περνάω ώρες σα φοιτητής ειδικά πριν τις εξεταστικές: στο πάρκο του Φωκά, στην παραλία. Η αλήθεια είναι πως εδώ ο τόπος μου όντως άλλαξε, ο Δήμος ανάπλασε την παραλία. Και τι αλλαγή, θεαματική! Όχι πως ποτέ παραπονέθηκα για την παραλιακή μας, αλλά τώρα έχει γίνει ένα απέραντο σκηνικό τέλεια στημένο όπου εσύ νιώθεις ο πρωταγωνιστής.
Βέβαια, το αναψυκτήριο, παρ' όλες τις αλλαγές, προσελκύει τον ίδιο κόσμο, τύπους σαν κι εμένα που απλά ρεμβάζουν, μανάδες με ατίθασα παιδιά και παρέες από συνταξιούχες κυρίες που απολαμβάνουν το παγωτό τους κουτσομπολεύοντας αυτούς που δεν έχουν καλέσει στην παρέα. Αυτό το μίγμα ανθρώπων δημιουργεί μια φοβερή ατμόσφαιρα καθώς τσιρίδες διακόπτουν την αφήγηση των ιστοριών των συνταξιούχων που κάποιες φορές εκτείνονται πολλές δεκαετίες πίσω. Εδώ λοιπόν ο τόπος άλλαξε, αλλά μόνο εξωτερικά, στην ουσία είναι το ίδιο γλυκό σε καινούριο περιτύλιγμα. Ωραία, χώνομαι λεπτό το λεπτό.
Έπειτα από τρεις ώρες παιχνιδιού με το καλαμάκι του frappe και απόλαυσης του θερινού λυτρωτικούς θαλασσινού αέρα, ξεκινάει ο περίπατος. Με τα πόδια μέχρι το κέντρο. Τι μεγαλείο! Η δύση του ήλιου με τα ζεστά της χρώματα φτιάχνει μια ονειρική διάθεση. Πιάνω τον εαυτό μου με δέος να κοιτάζει τα παιχνίδια του φωτός με τα σύννεφα τις ηλιαχτίδες να δημιουργούν μια σκηνή επάνω στη θάλασσα όπου τα φορτηγά πλοία είναι οι ηθοποιοί. Κινούνται σταθερά και αργά πάνω στην σκηνή υπενθυμίζοντας πως όπου κι αν πηγαίνεις, δεν υπάρχει βιασύνη. Γιατί να χάσεις ένα τέτοιος σκηνικό άλλωστε;
Προχωρώντας βρίσκω ένα θέατρο του δρόμου. Είναι πολύ τολμηροί, παίζουν musical στα γρασίδια, σε ανοικτό χώρο. Παρ' όλα αυτά ο κόσμος τους αγκαλιάζει, τους δείχνει πως το εκτιμούν. Αναγνωρίζω τον τρομπονίστα και του κάνω ένα νεύμα, δείχνει μα με θυμάται, αλλά δεν μπορεί να μου το ανταποδώσει.
Παίρνω την άγουσα για την Καμάρα και πέφτω σε αναβρασμό. Πλήθη μαζεμένα μπροστά στο Λευκό Πύργο. Ξάφνου μπροστά μου περνάει ένας παλιός συμφοιτητής επάνω σε ποδήλατο. Φανατικός ΚΝίτης με εμφάνιστη golden boy. Πάντα στοιχημάτιζα πως αυτός θα γίνει τουλάχιστον Πασόκος όταν τελειώσει τη σχολή. Προφανώς είτε έπεσα οικτρά έξω, είτε αυτός δεν τέλειωσε ακόμη τη σχολή. Κι ενώ είμαι σχεδόν σίγουρος πως πρόκειται για φοιτητική πορεία, το μάτι μου πέφτει πάνω στο πανό ΜΠΟΙΚΟΤΑΖ. Σταυροκοπιέμαι, παρ' ότι άθεος, και απορώ πως ένα τέτοιο πλήθος διαδηλώνει για να πείσει τα υπόλοιπα πλήθη να μην πίνουν Coca-cola. Στην τελική, όσοι και να μαζευτούν είναι χαμένοι εκ προοιμίου, η Coca-cola έχει να αντιπαραθέσει δεκαετίες διαφήμισης σε ότι μέσο έχει εφεύρει ο άνθρωπος, τι να σου κάνουν χίλιοι μαντράχαλοι με ντουντούκες.
Φυσικά και πάλι έπεσα έξω. Οι μαντράχαλοι ακολουθούν συγκεκριμένα ενδυματολογικά πρότυπα. Δεν αργώ να καταλάβω πως είναι ένστολοι οι οποίοι διαμαρτύρονται για τη μείωση των μισθών τους. Το επόμενο πανό είναι διαφωτιστικό: "Προστατέψτε αυτούς που σας προστατεύουν". "..για να μην αναγκαστούμε να πουλάμε προστασία" μου έρχεται αυτόματα αλλά το κάνω γαργάρα. Κάποτε οι πορείες είχαν παλμό, ορμή, οι ένστολοι απλά βαριούνται. Ήταν περισσότερο μια αφορμή γι'αυτούς να βρεθούνε με παλιούς φίλους, οι χαιρετούρες έδιναν κι έπαιρναν.
Περνόντας δίπλα από την κεφαλή της πορείας ακούγεται κάποιος να φωνάζει: "Λάκη, έλα ρε, πες εκείνο το πιασάρικο, το είπαν, είπαν ξείπαν..". Ο ντουντουκοφόρος αμέσως ρίχνει το σύνθηκα: "Είπαν, είπαν ξείπαν.." και ακολουθεί ο χορός "..δεν έχουνε πια Τσίπρα". Ο ντουντουκοφόρος μάταια διαμαρτύρεται: "τσίπα ρε παιδιά, τσίπα, τι Τσίπρα;", ο χορός έχει σκάσει στα γέλια και του απαντάει ένας: "Μα ρε συ Λάκη, ούτε Τσίπρα έχουνε".
Αυτό είναι σίγουρα μια αλλαγή, Συριζαίο αστυνόμο δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί, Εκτός κι αν δεν είναι Συριζαίος αλλά ξενερωμένος Πασόκος που απλά πιστεύει πως ο Αλέξης θα είναι ο καινούριος Ανδρέας, ,Σε αυτήν την περίπτωση, η αλλαγή θα είναι μόνο επιφανειακή και θα έπρεπε κανονικά να λάβω ένα μήνυμα πως είμαι πια Θεσσαλονικιός.
Όμως συνεχίζω να περπατώ στη μέση της άδειας λεωφόρου. Αυτό πάντα μου άρεσε. Αν μπορούσε να μείνει για πάντα έτσι, θα ήταν μια αλλαγή που αντί να με κάνει να νιώθω ξένος, θα με έκανε να νιώσω πιο πολύ την πόλη στα μέτρα μου.
Μέχρι να φτάσω στη Ναυαρίνου είμαι πια παιδί του τόπου μου. Τώρα είμαι έτοιμος να δω τους φίλους μου, να γλεντήσουμε στα στέκια τα παλιά, κι ας έχουνε αλλάξει.