Monday, September 8, 2014

Μια μέρα στη Θεσσαλονίκη

για έναν (σχεδόν) ξένο

Είναι πολύ δύσκολο να ορίσεις τον τόπο σου πια, το που ανήκεις. Ακόμη κι όταν το κάνεις και το πιστεύεις σθεναρά πως έτσι είναι, μάλλον απατάσαι. Όχι επειδή δεν πληροίς τις προυποθέσεις ή επειδή στο αρνείται κάποιος, απλά επειδή ο τόπος σου αλλάζει συνεχώς με ερεθίσματα από όλη την υφήλιο κι εσύ οφείλεις να αλλάζεις και να προσαρμόζεσαι.

Βέβαια, δεν είναι κάτι το οποίο μπορείς να αντιληφθείς καθημερινά, κάτι σαν να ταξιδεύεις σε ένα πλοίο, αλλά κλεισμένος σε μια καμπίνα δίχως φινιστρίνι. Ξέρεις ενδεχομένος πως κινείσαι αλλά δεν έχεις ιδέα από που ξεκίνησες και προς τα που κατευθύνεσαι. Χρειάζεσαι μια αναφορά και τουλάχιστον στην περίπτωση του τόπου αυτή μπορεί να είναι μοναχά η μνήμη. Αλλά η μνήμη όπως και όλες οι αισθήσεις μας είναι διαφορική (αξίωμα). Δεν αποθηκεύει την αναφορά, παρά μόνο τη διαφορά, οπότε δυστυχώς δε βοηθάει. Μόνο κατά καιρούς ίσως ξεμυτίζει κάποιος στο κατάστρωμα (π.χ. με ένα ταξίδι στο εξωτερικό) μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος με τη θλιβερή πραγματικότητα, το καράβι ταξίδεψε, ο τόπος του άλλαξε, τον έχει πια ξεράσει και τώρα πρέπει να προσπαθήσει να ξαναχωθεί.

Πάντα μου παίρνει μερικές μέρες να ξαναχωθώ κι ας λείπω μόνο έξι χρόνια, κι ας επισκέπτομαι 3-4 φορές τον τόπο μου. Σήμερα ήταν η μέρα της προσαρμογής. Ξεκίνησα λοιπόν τη μέρα με λίγη γραφειοκρατία και την ελληνική ατυνομία για μια έκδοση διαβατηρίου. Δεν ξέρω αν κάτι έχει αλλάξει γενικά στο σώμα αλλά δε θυμάμαι πουθενά αλλού να έχω ξαναδεί τόσο χαμογελαστούς και ευγενικούς αστινομικούς. Κάποτε έμπαινες στο αστυνομικό μέγαρο και με νεύματα σου έλεγαν να περάσεις από τον ανιχνευτή μετάλλων. Αν τυχόν είχες κάποια απορία, σου πετούσαν μια ακατανόητη μονολεκτική απάντηση στα μούτρα που θαρρείς σε τιμωρούσε που τους απηύθυνες το λόγο. Σήμερα άκουσα "ευχαριστώ", "παρακαλώ", "καλή σας μέρα" και δεν το πίστευα. Άλλαξε ο τόπος μου ή μήπως εγώ εμπνέω κύρος και θερίζω σεβασμό;

Αναλογιζόμενος αυτό το φοβερό δίλημμα και αισθανόμενος πως δεν έχω κάνει ούτε μισό βήμα να ξαναχωθώ στον τόπο μου, αποφάσισα να πάω στο παλιό μου στέκι, εκεί όπου συνήθιζα να περνάω ώρες σα φοιτητής ειδικά πριν τις εξεταστικές: στο πάρκο του Φωκά, στην παραλία. Η αλήθεια είναι πως εδώ ο τόπος μου όντως άλλαξε, ο Δήμος ανάπλασε την παραλία. Και τι αλλαγή, θεαματική! Όχι πως ποτέ παραπονέθηκα για την παραλιακή μας, αλλά τώρα έχει γίνει ένα απέραντο σκηνικό τέλεια στημένο όπου εσύ νιώθεις ο πρωταγωνιστής.

Βέβαια, το αναψυκτήριο, παρ' όλες τις αλλαγές, προσελκύει τον ίδιο κόσμο, τύπους σαν κι εμένα που απλά ρεμβάζουν, μανάδες με ατίθασα παιδιά και παρέες από συνταξιούχες κυρίες που απολαμβάνουν το παγωτό τους κουτσομπολεύοντας αυτούς που δεν έχουν καλέσει στην παρέα. Αυτό το μίγμα ανθρώπων δημιουργεί μια φοβερή ατμόσφαιρα καθώς τσιρίδες διακόπτουν την αφήγηση των ιστοριών των συνταξιούχων που κάποιες φορές εκτείνονται πολλές δεκαετίες πίσω. Εδώ λοιπόν ο τόπος άλλαξε, αλλά μόνο εξωτερικά, στην ουσία είναι το ίδιο γλυκό σε καινούριο περιτύλιγμα. Ωραία, χώνομαι λεπτό το λεπτό.

Έπειτα από τρεις ώρες παιχνιδιού με το καλαμάκι του frappe και απόλαυσης του θερινού λυτρωτικούς θαλασσινού αέρα, ξεκινάει ο περίπατος. Με τα πόδια μέχρι το κέντρο. Τι μεγαλείο! Η δύση του ήλιου με τα ζεστά της χρώματα φτιάχνει μια ονειρική διάθεση. Πιάνω τον εαυτό μου με δέος να κοιτάζει τα παιχνίδια του φωτός με τα σύννεφα τις ηλιαχτίδες να δημιουργούν μια σκηνή επάνω στη θάλασσα όπου τα φορτηγά πλοία είναι οι ηθοποιοί. Κινούνται σταθερά και αργά πάνω στην σκηνή υπενθυμίζοντας πως όπου κι αν πηγαίνεις, δεν υπάρχει βιασύνη. Γιατί να χάσεις ένα τέτοιος σκηνικό άλλωστε;

Προχωρώντας βρίσκω ένα θέατρο του δρόμου. Είναι πολύ τολμηροί, παίζουν musical στα γρασίδια, σε ανοικτό χώρο. Παρ' όλα αυτά ο κόσμος τους αγκαλιάζει, τους δείχνει πως το εκτιμούν. Αναγνωρίζω τον τρομπονίστα και του κάνω ένα νεύμα, δείχνει μα με θυμάται, αλλά δεν μπορεί να μου το ανταποδώσει.

Παίρνω την άγουσα για την Καμάρα και πέφτω σε αναβρασμό. Πλήθη μαζεμένα μπροστά στο Λευκό Πύργο. Ξάφνου μπροστά μου περνάει ένας παλιός συμφοιτητής επάνω σε ποδήλατο. Φανατικός ΚΝίτης με εμφάνιστη golden boy. Πάντα στοιχημάτιζα πως αυτός θα γίνει τουλάχιστον Πασόκος όταν τελειώσει τη σχολή. Προφανώς είτε έπεσα οικτρά έξω, είτε αυτός δεν τέλειωσε ακόμη τη σχολή. Κι ενώ είμαι σχεδόν σίγουρος πως πρόκειται για φοιτητική πορεία, το μάτι μου πέφτει πάνω στο πανό ΜΠΟΙΚΟΤΑΖ. Σταυροκοπιέμαι, παρ' ότι άθεος, και απορώ πως ένα τέτοιο πλήθος διαδηλώνει για να πείσει τα υπόλοιπα πλήθη να μην πίνουν Coca-cola. Στην τελική, όσοι και να μαζευτούν είναι χαμένοι εκ προοιμίου, η Coca-cola έχει να αντιπαραθέσει δεκαετίες διαφήμισης σε ότι μέσο έχει εφεύρει ο άνθρωπος, τι να σου κάνουν χίλιοι μαντράχαλοι με ντουντούκες.

Φυσικά και πάλι έπεσα έξω. Οι μαντράχαλοι ακολουθούν συγκεκριμένα ενδυματολογικά πρότυπα. Δεν αργώ να καταλάβω πως είναι ένστολοι οι οποίοι διαμαρτύρονται για τη μείωση των μισθών τους. Το επόμενο πανό είναι διαφωτιστικό: "Προστατέψτε αυτούς που σας προστατεύουν". "..για να μην αναγκαστούμε να πουλάμε προστασία" μου έρχεται αυτόματα αλλά το κάνω γαργάρα. Κάποτε οι πορείες είχαν παλμό, ορμή, οι ένστολοι απλά βαριούνται. Ήταν περισσότερο μια αφορμή γι'αυτούς να βρεθούνε με παλιούς φίλους, οι χαιρετούρες έδιναν κι έπαιρναν.

Περνόντας δίπλα από την κεφαλή της πορείας ακούγεται κάποιος να φωνάζει: "Λάκη, έλα ρε, πες εκείνο το πιασάρικο, το είπαν, είπαν ξείπαν..". Ο ντουντουκοφόρος αμέσως ρίχνει το σύνθηκα: "Είπαν, είπαν ξείπαν.." και ακολουθεί ο χορός "..δεν έχουνε πια Τσίπρα". Ο ντουντουκοφόρος μάταια διαμαρτύρεται: "τσίπα ρε παιδιά, τσίπα, τι Τσίπρα;", ο χορός έχει σκάσει στα γέλια και του απαντάει ένας: "Μα ρε συ Λάκη, ούτε Τσίπρα έχουνε".

Αυτό είναι σίγουρα μια αλλαγή, Συριζαίο αστυνόμο δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί, Εκτός κι αν δεν είναι Συριζαίος αλλά ξενερωμένος Πασόκος που απλά πιστεύει πως ο Αλέξης θα είναι ο καινούριος Ανδρέας, ,Σε αυτήν την περίπτωση, η αλλαγή θα είναι μόνο επιφανειακή και θα έπρεπε κανονικά να λάβω ένα μήνυμα πως είμαι πια Θεσσαλονικιός.

Όμως συνεχίζω να περπατώ στη μέση της άδειας λεωφόρου. Αυτό πάντα μου άρεσε. Αν μπορούσε να μείνει για πάντα έτσι, θα ήταν μια αλλαγή που αντί να με κάνει να νιώθω ξένος, θα με έκανε να νιώσω πιο πολύ την πόλη στα μέτρα μου.

Μέχρι να φτάσω στη Ναυαρίνου είμαι πια παιδί του τόπου μου. Τώρα είμαι έτοιμος να δω τους φίλους μου, να γλεντήσουμε στα στέκια τα παλιά, κι ας έχουνε αλλάξει.

Sunday, September 7, 2014

Το τραγούδι της κρίσης

του Μιχάλη

Μας στρίμωξάνε στη γωνιά,
άγρια μας δέσαν με λουριά
πήραν τα πιο καλά παιδιά
μας γονατίσαν τελικά

Μας ρήμαξάνε τη ζωή,
ο τόπος μας καμμένη γη,
για να μαθαίνουν οι Γρακοί
να στοιχηθούνε στη γραμμή.

Μα ερχόμαστε από τα παλιά
και ξέρουμε από θεριά,
στον ήλιο βαφτιστήκαμε
και ξανασηκωθήκαμε.

Thursday, October 10, 2013

Η αρχόντισσα

Του Μιχάλη

Βαριά κοσμήματα Χρυσά,
στολίζουν τορνευτά σφυρά.

Ζαφείρια, αμέθυστοι κι αχάτες
άιντε να σκάσουν οι μουράτες.

Στα πόδια σου τ'απόθεσα
μαζί με την καρδιά μου
για μια  ματιά σου μοναχά
έστω και μια ματιά σου

Την Jaguar καβάλησες
άσπλαχνα με παράτησες

Αρχόντισσα λαβώθηκα
για σένα μαχαιρώθηκα..


Monday, October 7, 2013

Τα Δεσμά


   του Μιχάλη

Ήταν αλάνι φοβερό,
παιδί πολυσυλλεκτικό.
Με γκόμενες τραβιότανε
και όλο του ψαχνότανε.

Ο αετός θαμπώθηκε

την είδε και βραχυκυκλώθηκε
ευφρόσυνα η καρδιά του πως χτυπά
τη βλέπει και παραμιλά.
 

Το φέραν από δω το φέραν από κει
του λεν να νοικοκυρευτεί
κι όταν ρωτάει μα γιατί

του απαντάνε επειδή.

Του παν πως είναι ιερά
μ' αυτός το βλέπει καθαρά
είναι δεσμά, μόνο δεσμά.
 

(Κι όμως τα θέλει τα δεσμά
γιατί πολύ την αγαπά!)

Tuesday, October 1, 2013

Ον διαφορικό

Ο άνθρωπος βιώνει τη ζωή του διαφορικά: αντιλαμβάνεται δηλαδή την ευτυχία ή τη δυστυχία ως μεταβολή της συναισθηματικής του κατάστασης.

Friday, August 16, 2013

Ο Μάνθος

του Πάνου και του Μιχάλη

Αχ και σα βγει στη γειτονιά
βοηθησέ μας Παναγιά,
ένα τσεκούρι και σχοινί
σε κάθε ξένη κεφαλή

Γεια σου ρε Μάνθε παληκαρά
φόβε και τρόμε στη γειτονιά

Μάνθ' απ'την Άρια φυλή
εσύ με τ' άσπρο σου πετσί
ξύπνησες μαύρος μια βραδιά
βρε όλα ήταν μια ζαριά

Γεια σου ρε Μάνθε αραπά
πως θα βγεις πια στη γειτονιά

Τώρα στα στέκια τα παλιά
σ' ορμάν σα τ' άγρια σκυλιά
και ας φωνάζεις "ειμ' εγώ"
το μαύρο (χρώμα) είναι σκοτεινό

Γεια σου ρε Μάνθε φουκαρά
σε ξεγελάσαν για τα καλά.

Monday, February 4, 2013

Ηλεκτρικός δικαστής: Μέρος Α

Ο Μανιχαϊσμος, ο δυϊσμος και η ελλειψη οξυγονου

Ήταν ένα μάλλον ζεστό πρωινό του Οκτώβρη όταν ξεκινήσαμε να ανέβουμε στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας στον Όλυμπο. Η μυρωδιά του υγρού χώματος σου έδινε αμέσως το γνώριμο συναίσθημα της "επιστροφής στη φύση" με το που έβγαινες από το αυτοκίνητο. Ήταν αυτό που πραγματικά χρειαζόμουν. Γύρω μας οικογένειες, νεανικές παρέες, άνθρωποι γεμάτοι όρεξη να διασκεδάσουν, έτοιμοι να "πιάσουν" κορυφή. 

"Εμείς δεν είμαστε κορυφάκηδες" με πληροφορεί ο Μιχάλης. Είναι μάλλον της ίδιας λογικής με τον Καβάφη στην "Ιθάκη". 

Έπειτα από ένα φρεσκοψημένο croissant που φέραμε από το Λιτόχωρο (ελληνικής τεχνοτροπίας), ξεκινήσαμε την ανάβαση χωρίς απρόοπτα. Κάναμε τακτικές στάσεις για ξεκούραση και ακολουθήσαμε έναν χαλαρό ρυθμό που μας επέτρεπε να συζητάμε χωρίς να λαχανιάζουμε. 

Δεν μπορώ να θυμηθώ πως το έφερε η κουβέντα, όμως ο Μιχάλης μου ανέφερε μια αινιγματική φράση από το βιβλίο "Η Ελπίδα" (L' espoir) του Andre Malraux:

Όλες οι δράσεις είναι Μανιχαϊκές από τη φύση τους.

Μυστήριο.

Ο μανιχαϊσμός (λέει η Wikipedia) ήταν γνωστικό θρήσκευμα του μεσανατολικού χώρου, που εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ., με ηγήτορα τον Πέρση ευγενή και θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Μάνη, ή Μανιχαίο (216-277), ο οποίος ανέμιξε στη χριστιανική διδασκαλία στοιχεία του Παρσισμού και Βουδισμού. 

Κι όμως το μυστήριο παρέμενε. Ο Μιχάλης ανέλαβε να μου εξηγήσει. Βασικό χαρακτηριστικό του Μανιχαϊσμού ήταν ο δυϊσμός: ο κόσμος είναι φτιαγμένος από καλό και κακό, φως και σκοτάδι, άσπρο μαύρο. Στη φράση του Malraux, ο όρος χρησιμοποιείται για να αποδώσει αυτό ακριβώς, το δυϊσμό και αξιωματικά ορίζει όλες τις δράσεις ως τέτοιες. Ήμουν έτοιμος να αντιδράσω όταν κατάλαβα πως μάλλον είχε δίκιο! Οι δράσεις όντως έχουν δυϊκό χαρακτήρα επειδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το χρόνο. 

Δεχόμενοι πως ο χρόνος κυλά μονοσήμαντα προς τα μπροστά, οι δράσεις είναι δυϊκές. 
Κάθε δράση μπορεί είτε να συμβεί είτε όχι σε μία δεδομένη χρονική στιγμή. Για να αναιρέσω πλήρως μια πράξη μου θα πρέπει να επιστρέψω στην ίδια χρονική στιγμή κατά την οποία τελέστηκε η πράξη. Αν αναιρέσω τη δράση μου σε μία επόμενη στιγμή, το διάστημα που πέρασε, η δράση μου είχε κάποιον αντίκτυπο στον κόσμο. 

Η ομορφιά του παραπάνω νοήματος όμως αναδεικνύεται αν συλλογιστούμε πως οποιαδήποτε σύνθετη δράση μπορεί να αναλυθεί σε απλούστερες, μέχρι πολύ απλά να γίνει μια συλλογή απλών δράσεων. Τέτοιου είδους αναλύσεις γίνονται πολύ συχνά κατά τη λήψη σύνθετων αποφάσεων (π.χ. δικαστικών αποφάσεων). Παράλληλα,  ένας άλλος χώρος που ασχολείται με τη δυαδικότητα και την ανάλυση σύνθετων αποφάσεων είναι αυτός των μαθηματικών και της αριθμητικής ανάλυσης. 

Αφού συζητήσαμε με το Μιχάλη το ρόλο της λογικής σαν βάση όλως των επιστημών, φτάσαμε στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας. Ωστόσο ήταν ακόμη νωρίς για φασολάδα και τσίπουρο οπότε αποφασίσαμε να συνεχίσουμε προς το οροπέδιο των Μουσών. Το τοπίο άρχισε να μεταμορφώνεται σταδιακά σε αλπικό και η συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από τον σκοπό του ανθρωπίνου είδους στον κόσμο. Το θέμα μας διευρυνόταν όσο και το τοπίο στα μάτια μας, ολόκληρος ο κάμπος απλώνονταν μπροστά στα πόδια μας προσκαλώντας μας να τον αγγίξουμε. 

Ξαφνικά και εν μέσω μιας φαινομενικά αδιέξοδης συζήτησης ο Μιχάλης είπε δύο λέξεις οι οποίες περιλάμβαναν με πολύ εύστοχο τρόπο το απόσταγμα όσων είχαμε συζητήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είχαμε ξεπεράσει τα 2000 μέτρα και το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται αισθητό. Αφού συμφωνήσαμε πως καταφέραμε να εκφράσουμε μια τόσο μεγάλη ιδέα με κυριολεκτικά "δύο λέξεις", πήραμε το δρόμο του γυρισμού κορεσμένοι από ομορφιά και αυταρέσκεια. 

Ήταν κατά τη διάρκεια του φαγητού στο καταφύγιο που ο νους μου έτρεξε στη συζήτησή μας. Μην μπορώντας να θυμηθώ τις δύο πολυπόθητες λέξεις απευθύνθηκα στο Μιχάλη. Δυστυχώς, είχε το ίδιο πρόβλημα. Πλέον δεν είμαι σίγουρος για τη διαύγειά μας εκείνο το δίωρο στο δρόμο για το οροπέδιο, πάντως ότι κι αν ειπώθηκε έμεινε στον Όλυμπο. Ίσως αν επιστρέψουμε να το ανακαλύψουμε και πάλι. Ποιος ξέρει;